Τρίτη 22 Απριλίου 2014

"Τα Μάρμαρα" Του Κώστα Κρυστάλλη. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !!!






ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ 




ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ








- Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν οι καμπάνες, να σηκωθείτε όλ’ σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάει, να ‘χη τ’ Αϊ-Νικόλα την κατάρα!
Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ’ ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά μπρος τ’ ανοιχτά στήθια του, ως να ‘θελε να βγάλει μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύσει σ’ όλο το χωριό γύρα.
Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κι έσκασε μες τ’ ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ’ οι πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ’ άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν την πλάση.
Οι καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ηχούς, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα, κι άλλες με ηχούς ...

θλιβερούς και βαρύτατους, συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ’ Αϊ-Νικόλα, τρυπημένη κατάκορφ’ από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ’ όλες με το βραχνό και σχισμένον ηχό της.
Τ’ αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο έφεγγεκαταμεσίς τ’ ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στιβανιές κι εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν Θεού χαρά. Μέρα η νύχτα. Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, οι πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, οι αφρόπλακες και τ’ ασπρολίθια των σπιτιών γυάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κι έφεγγαν μέσα τα σπίτια.
Ύστερ’ άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κι εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κι έπαιρναν τον ανήφορο.
Οι καμπάνες ολόενα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ’ ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κοφινοί του χωριού δρόμοι ομοίαζαν σκοταδερές ρεματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι ο θρος, οπ’ ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή. Κι από την χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ’ το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ’ αυλόπορτα σ’ αυλόπορτα ανηφορώντας, ξύπνιζαν κι έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνήσουν οι καμπάνες.
Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο το’ ν’ απάν’ από τ’ άλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή. Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ’ αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντηλο το χωριό μας.
Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως που ‘ρθαν κ’ οι δημογέροντες με τα βιολιά. Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Όπ’ ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για τα μάρμαρα.
Είχε καεί το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Αϊ-Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα.
Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα. Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύοντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομένα τ’ αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες. Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους. Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κι’ εφορτωνόνταν ο ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ώσπου φορτώθηκαν όλοι κι ώσπ’ αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί.
Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.
Άχνιζε τώρα κατά τη δύση του το φεγγάρι και στ’ ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταραχιάς, τ’ Αυτί, οι Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμα. Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ’ έρχονται από τα κεφαλόβρυσ’ απάνου κι οπ’ αυλακώνουν εδώ κι εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες, ότι το ‘να ρωτάει τ’ άλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού. Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμόταν, έλουε τον όμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκεία του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κι έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κι έσκαγαν εκεί γέλια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ’ οι δημογέροντες κ’ οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος. Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, όπου συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ωμούς τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομένους βράχους.
Εδώ θυμόνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών.
Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.
Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ’ ύστερ’ από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, οι χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπα τους. Τα λιθοσώρια οπ’ άσπριζαν ολονυχτίς στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησίας και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι όμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομένους βράχους.
Είχαν οι μαστόροι τώρα για μια βδομάδα μάρμαρα να δουλέψουν. Ως το σαββατόβραδο τ’ άλλο, που ο πρωτόγερος θα φώναζε πάλι στο μεσοχώρι και στ’ ανηφορικά σταυροδρόμια το συνηθισμένο διαλάλημά του.
- Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν οι καμπάνες, να σκωθήτε όλ’ σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάει νάχη τ’ Αϊ-Νικόλα την κατάρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου