Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Οι ελαιομαζώχτρες της Πρέβεζας. Ένα άρθρο του Ιωσήφ Ζιώγα

Συρρακιώτισες στον Ελαιώνα της Πρέβεζας
                                                                         
                                                                    Γράφει ο Ιωσήφ Ζιώγας

Από το 1717 (συνθήκη Πασάροβιτς) μέχρι το 1797 (διάλυση της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας από τους Γάλλους του Ναπολέοντα) η Πρέβεζα ήταν κάτω από βενετική κυριαρχία. Για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους οι Βενετοί πήραν τότε μια απόφαση που άλλαξε θεαματικά την ιστορική πορεία της Πρέβεζας. Αποφάσισαν να φυτέψουν ελιές σε όλη την περιοχή που εκτείνεται από τα τείχη της αρχαίας Νικόπολης μέχρι τις παρυφές της πόλης.
Οι μεγάλες επιδοτήσεις που έδωσαν, για να στηρίξουν την απόφαση τους αυτή είχαν σαν αποτέλεσμα οι δασώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις της περιοχής να μετατραπούν σταδιακά σε ένα όμορφο ελαιώνα με 140.000 περίπου ελαιόδεντρα.
Ήταν ίσως το πιο πλουτοπαραγωγικό έργο που έγινε στην Πρέβεζα. Πέρα από τις βρώσιμες ελιές και το λάδι που έδινε, εξασφάλιζε με το κλάδεμα των δέντρων καυσόξυλα στους κατοίκους της πόλης. Επιπλέον έδινε εργασία στις γυναίκες της περιοχής με το μάζεμα του ελαιοκάρπου, στους καραγωγείς με τη μεταφορά του, στους εργάτες των ελαιοτριβείων, στους κλαδευτάδες, στους ξυλοκόπους κ.ά.
Η ελιά ήταν γνωστή από τη Νεολιθική Εποχή. Ο Ιπποκράτης, πασίγνωστος γιατρός της αρχαιότητας, αναφέρει πολλές...

θεραπευτικές ιδιότητες του λαδιού.
Τον καιρό της συγκομιδής, από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάιο, εκατοντάδες γυναίκες συγκεντρώνονταν στα λιοστάσια μετά από χιλιόμετρα πορείας, για να μαζέψουν τις ελιές. Γυναίκες που προέρχονταν από τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Πρέβεζας τα Ματζίρκα, το Τσαβαλοχώρι, την Κοκκινιά, κυρίως όμως Συρρακιώτισσες του Ελαιώνα. Τις τελευταίες, που είχαν κατέβει από το ορεινό Συρράκο στα χειμαδιά της Πρέβεζας, της προτιμούσαν οι ιδιοκτήτες των ελαιοστασίων,  γιατί ήταν πιο σκληραγωγημένες και ανθεκτικές σ’ όλες τις καιρικές συνθήκες,! Προπολεμικά, που δεν ραντίζονταν οι ελιές και έπεφταν γρήγορα, το μάζεμα της ελιάς γινόταν από τον Οκτώβριο μέχρι το Γενάρη. Έπρεπε να περιμένουν να πέσει ο καρπός στο έδαφος και μετά να τον μαζέψουν, γιατί τα δέντρα ήταν τεράστια και ήταν αδύνατο να πέσει ο καρπός με ράβδισμα, όπως γίνεται σήμερα.
Ο καρπός δεν έπρεπε να μείνει πολλές μέρες στη γη, γιατί σάπιζε με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η οξύτητα του λαδιού. Γι’ αυτό οι ελιομαζώχτρες εργάζονταν εντατικά από της οχτώ το πρωί μέχρι της πέντε το απόγευμα, με ένα διάλειμμα μισής ωρας το μεσημέρι για φαγητό (ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδι, λαχανόπιτα κ.α.), που το έφερναν από το σπίτι μέσα στο βασικό σύνεργο της δουλείας τους, το καλάθι. Τις ελιές τις μάζευαν μία-μία με γρήγορες κινήσεις και με τα δύο χέρια. Σάρωναν σε παράταξη, συνήθως κατά τετράδες, τις ελιοσειρές γεμίζοντας τα καλάθια, που χωρούσαν εφτά κιλά περίπου ελιές. Ανάλογα με την ποσότητα των ελιών που είχαν πέσει στο έδαφος, γέμιζαν κατά μέσο όρο εφτά καλάθια τη μέρα η καθεμιά (πενήντα κιλά περίπου). Κάθε γυναίκα έπαιρνε για μεροκάματο μια οκά λάδι! (1280 γραμ.). Πολύ χαμηλό μεροκάματο, απαραίτητο όμως για την επιβίωση της οικογένειας σε δύσκολες εποχές.
Το μάζεμα των ελιών ήταν κουραστική και δύσκολη δουλειά, ιδίως της βροχερές και κρύες μέρες του χειμώνα που τα χέρια πάγωναν, τα πόδια πιάνονταν, το κορμί έτρεμε και οι εργάτριες ήταν αναγκασμένες να φοράν για προφύλαξη ένα παλιό παλτό, ένα σκισμένο τσουβάλι ή μια αργαλίσια μάλλινη κάπα.
Δε βαρυγκομούσαν όμως ποτέ. Δούλευαν ασταμάτητα μιλώντας ταυτόχρονα και πολλές φορές τραγουδώντας, ιδίως οι Συρρακιώτισσες, παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια. Εξάλλου ήταν μια ευκαιρία ιδίως για τα νέα κορίτσια να βγουν από το σπίτι, να κάνουν φιλίες, να γίνουν προξενιά και να δημιουργηθούν ειδύλλια που πολλές φορές κατέληγαν σε γάμο.
Αρχιεργάτρια ήταν μια γυναίκα έμπιστη του ιδιοκτήτη, που μάζευε ελιές και παράλληλα επιστατούσε σε 10-15 γυναίκες, ανάλογα με το μέγεθος του ελαιοστασίου. Μερικές αρχιεργάτριες δεν μάζευαν ελιές, αλλά φρόντιζαν να ελέγχουν αν γέμιζαν οι υπόλοιπες γυναίκες τα καλάθια. Στη συνέχεια τα άδειαζαν στα σακιά και έμεναν μέχρι αργά το απόγευμα, για να φορτωθούν οι ελιές στη χαμάλα (κάρο με τέσσερις ρόδες), που τις μετέφερε στα λιοτρίβια της πόλης, στον Καρούζο, στον Καλημέρη, στον Καλογήρου κ.ά. Για αμοιβή η αρχιεργάτρια έπαιρνε μιάμιση οκά λάδι. Η Κυριακή ήταν μέρα αργίας και συνήθως τότε πήγαιναν οι εργάτριες με σημείωμα του αφεντικού να πάρουν το λάδι τους.
Αρκετές ελιομαζώχτρες στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ίδρυσαν σωματείο με σκοπό την ασφάλιση, το οχτάωρο και καλύτερη αμοιβή. Το σωματείο ονομάστηκε «Σωματείο εργατριών συλλογής ελαιοκάρπου και προϊόντων γης Πρέβεζας. Οι Άγιοι Ταξίαρχοι». Ήταν το πρώτο καθαρά γυναικείο σωματείο της Πρέβεζας και το 1966 είχε 116 μέλη. Μετά από αυτό το γεγονός και σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του λαδιού το μεροκάματο αυξήθηκε και έφτασε τα τρία κιλά λάδι.
Οι καιροί όμως άλλαξαν. Το ίδιο και οι καλλιέργειες. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια άρχισαν να ξεριζώνουν και να κόβουν τα ελαιόδεντρα με τα τσαπιά, τους λοστούς, τα πριόνια και τη σάρα (μεγάλο πριόνι με δύο λαβές). Αργότερα οι μπουλντόζες και τα μηχανικά αλυσοπρίονα συνέχισαν πιο εντατικά το καταστροφικό αυτό έργο. Επιπλέον στη δεκαετία του 1970 με τη χρήση των διχτύων περιορίστηκε σημαντικά το εργατικό δυναμικό. Έτσι τις τελευταίες δεκαετίες στη θέση του παλιού ενετικού ελαιώνα ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια εκατοντάδες θερμοκήπια και η ντομάτα αντικατέστησε το λάδι ως βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Πρέβεζας.
Στα λίγα και μικρά εναπομείναντα λιοστάσια τα χειροποίητα παραδοσιακά καλάθια αντικαταστάθηκαν από τα βιομηχανικά πλαστικά δίχτυα, οι τραγομαλλίσιες αργαλίσιες κάπες από τα πλαστικά αδιάβροχα, οι χαμάλες από τα τετρακίνητα αγροτικά αυτοκίνητα και οι ντόπιες εργάτριες, που εργάζονταν για μια οκά λάδι, από τους αλλοδαπούς εργάτες, που απαιτούν τουλάχιστον 40 ευρώ και καλό φαγητό.
Ο παλιός ελαιώνας σε λίγα χρόνια θα είναι ένα απλό τοπωνύμιο χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και μόνο ο πύργος του ρολογιού στην κεντρική αγορά της πόλης θα θυμίζει το πέρασμα των Ενετών από την Πρέβεζα.


Αναδημοσίευση από τα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 10, Μάιος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου