Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Τα μοιρολόγια του Συρράκου


Η φωτογραφία είναι του αείμνηστου Κώστα Μπαλάφα

Η παρακάτω εισήγηση έγινε στο Συμπόσιο που διοργάνωσε ο  Συνδέσμος Συρρακιωτών Ιωαννίνων με θέμα:
“Χαρά και Πόνος στο Συρράκο: Γάμος – Ξενιτιά – Θάνατος”
στις 16 – 17 Ιουνίου 2007 και που διεξήχθη στα Γιάννενα και το Συρράκο αντίστοιχα




Τα μοιρολόγια του Συρράκου

Του Γιάννη Μότσιου


Το φιλόδοξο έργο των ανθρώπων που καταγράφουν τη δημοτική κληρονομιά τού Σιράκου βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Με την προφανή επίγνωση ότι σώζουν τα χνάρια ενός κόσμου που χάνεται, για να μην πω ότι χάθηκε, κι έτσι οριοθετούν την τωρινή κατάσταση πραγμάτων στον τομέα αυτό του λαϊκού μας πολιτισμού. Η εικόνα για να είναι ολοκληρωμένη, πρέπει οι απανταχού σύλλογοι Σιρακιωτών να συνενώσουν τις δυνάμεις τους με στόχο να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες καταγραφής του υλικού σε κάθε σύλλογο. Στη συνέχεια να γίνει  μια συνάντηση εκπροσώπων όλων των συλλόγων για τη διαμόρφωση του γενικού χάρτη του χωριού με όλα τα κείμενα και τις παραλλαγές τους.


Ο «Σύνδεσμος Συρρακιωτών Ιωαννίνων» είχε την καλοσύνη να θέσει στη διάθεσή μου 10 μοιρολόγια του χωριού σας. Άλλα δύο ανακάλυψα σε αδημοσίευτο χειρόγραφο. Αλλά και πάλι είναι λίγα για ένα χωριό με ιστορία και με άξια τέκνα που τίμησαν τον τόπο σας και την  Ελλάδα. Έχω υπόψη μου αποκλειστικά και μόνο τους δυο ποιητές: τον Ζαλοκώστα, ένα από τους πρώτους μεγάλους λυρικούς ποιητές στη  Ελλάδα και τον Κρυστάλλη. Τη βάση για τη δημιουργία των στίχων τους αποτελεί η δημοτική ποίηση του τόπου τους: του Σιράκου και της ευρύτερης περιοχής.
Δε μπορώ και δεν θέλω να πιστέψω ότι τα μοιρολόγια του Συρράκου είναι τόσο λίγα. Γύρισα μεγάλο μέρος της Ελλάδας και ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις όταν σε ένα χωριό συγκέντρωνα κάτω από 20 μοιρολόγια και μάλιστα σε καλύτερη κατάσταση: πιο ολοκληρωμένα ρυθμικά και εννοιολογικά. Οπότε πρέπει κάτι να συμβαίνει. Διατυπώνω μερικές υποθέσεις εργασίας. Πρώτο. Από αυτήν τη...
γυναικεία ομάδα λείπει η γυναίκα ή οι γυναίκες που ξέρουν καλά τα μοιρολόγια του χωριού. Επομένως πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες στα Γιάννενα, στην Πρέβεζα, στην  Άρτα, στην  Αθήνα κι όπου αλλού θεωρηθεί χρήσιμο για την  καλύτερη και πιστότερη καταγραφή των υπόλοιπων μοιρολογιών. Δεύτερο. Το χωριό μπορεί εδώ και καιρό να έχασε το μεγαλύτερο μέρος από την  παράδοση του είδους που είτε ατόνησε η λειτουργία του εθίμου εξαιτίας της χαλαρότητας του θεσμού μοιρολογήματος με παραδοσιακά μοιρολόγια, είτε ποτέ η κηδεία δεν συνοδευόταν συστηματικά με έναν ορισμένο αριθμό και κύκλο μοιρολογιών. Το Σιράκο, όμως, πρέπει να έχει μια παράδοση καταγραφής της ιστορίας του, συμπεριλαμβανομένης και της δημοτικής ποίησης.  Πιθανόν η ειδική μελέτη δημοσιευμάτων και αρχείων να ρίξει φως σε ερωτήματα σαν κι αυτά που θέσαμε προς συζήτηση παραπάνω. Η έρευνα της κατάστασης σε βλαχοχώρια της Πίνδου, π.χ. στο Περιβόλι, την Αβδέλα, τη Σμίξη, τη Σαμαρίνα κι αλλού θα απαντούσε στο ερώτημα: κατά πόσον είναι δυνατή η συντήρηση και η κανονική λειτουργία του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, πιο ειδικά του εθίμου της παραδοσιακής κηδείας και του μοιρολογήματος, σε χωριά ο πληθυσμός των οποίων είναι νομάδες.
Η παράδοση του δημοτικού μοιρολογιού για να συνεχίζει απρόσκοπτα τη ζωή και την  φυσιολογική πορεία της προϋποθέτει την ύπαρξη ρίζας, γερής και σταθερής, μόνιμης μέσα στο χώρο. Τα δυο χωριά στο εναλλασσόμενο μοίρασμα της ζωή του ίδιου πληθυσμού, για τρεις μήνες στο βουνό και εννιά στα χειμαδιά, δηλαδή σε καμποχώρι, έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη δυο εκκλησιών, δυο νεκροταφείων, δυο παπάδων, δυο διαφορετικά γεωγραφικά περιβάλλοντα, ιστορικά και πολιτισμικά με την  ουσιαστική έννοια της λέξης-όρου. Κι αυτά δεν προσφέρονται στην παγίωση τού θεσμού ούτε αντικειμενικά κι ούτε υποκειμενικά. Έχει διασπαστεί η ενότητα τού χώρου, των σταθερών εικόνων και συμβολισμών τού βίου, της μόνιμης προσαρμογής, της ομαλής συνέχειας και του ανεπαίσθητου περάσματος όχι στο χώρο, αλλά μόνο στο χρόνο. Η διάσπαση αυτή συντελεί στη δημιουργία δυο διαφορετικών στο χώρο κέντρων πολιτισμικής λειτουργίας, τα οποία, κέντρα, μπορούν να λειτουργούν μόνο για ορισμένο διάστημα στη διάρκεια του χρόνου κατά εναλλασσόμενα επαναλαμβανόμενο τρόπο. Αν πάρουμε υπόψη μας τον έστω λίγο καιρό για την εκ νέου προσαρμογή στο νέο χώρο, τις βδομάδες προετοιμασίας  για την αναχώρηση και το μακρινό εκείνον τον καιρό ταξίδι, τότε διευρύνεται ακόμα πιο πολύ η αστάθεια του πνεύματος στο νομαδικό σύνολο, οπότε και η έννοια και το αίσθημα του δυο φορές το χρόνο ‘ξεριζωμού’, παίρνει διαστάσεις συνεχούς κίνησης η οποία δεν προσφέρεται στο ρίζωμα και το δυνάμωμα τής παράδοσης. Θα παρουσίαζε επιστημονικό ενδιαφέρον η μελέτη βλαχοχωριών που δεν αποτελούνται από νομάδες ή, τουλάχιστον, που το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων τους ζει μόνιμα στο ίδιο χωριό. Έχω υπόψη μου τη Φούρκα, το Γρεβενίτι και τη Βοβούσα Ιωαννίνων.

Το γενικότερο όμως πρόβλημα βρίσκεται, κατά τη  άποψή μου, αλλού: στο ότι το  παραδοσιακό χωριό όπου γεννήθηκε και άνθισε η παραδοσιακή τέχνη δεν υπάρχει πια. Οι αλλαγές στην κοινωνία του 20 ου αιώνα και ιδιαίτερα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν σαρωτικές και δε νομίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να θρηνούμε γι’ αυτό. Νεκραναστάσεις μόνο στις μυθολογίες και σε όλες τις θρησκείες έχουν θέση. Μα κι αν υποθέταμε ότι κάτι παρόμοιο είναι δυνατό, δεν νομίζω ότι κάποιοι θα ήθελαν όντως να ξαναζήσουν την πραγματικά σκυλίσια ζωή του παραδοσιακού χωριού. Γιατί, παραδοσιακό χωριό δεν ήταν μόνο τα πανηγύρια κι οι Πασχαλιές. Ήταν κυρίως η σκληρή καθημερινότητα, όταν όλη η οικογένεια δούλευε από την αυγή ως το σούρουπο απλώς και μόνο για να εξασφαλίσουν το ψωμί και να μην πεθάνουν απ’ την  πείνα. Σήμερα θυμούμαστε μόνο τις γιορτές και τους γάμους, και καταλήγουμε στο λανθασμένο συμπέρασμα: τί καλή που ήταν η ζωή τότε! Θυμούμαστε τις 10 με 15 μέρες το χρόνο και δεν παίρνουμε υπόψη μας τα υπόλοιπα 350 με 355 εικοσιτετράωρα.
Νεκραναστήσεις λοιπόν ούτε γίνονται κι ούτε χρειάζονται. Περιορίζομαι στο θέμα μας και λέω: οι πρόγονοί μας, από την αρχαιότητα και το μεσαίωνα έως τα μέσα τού περασμένου αιώνα δημιούργησαν έναν λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος επάξια στέκει δίπλα στον λόγιο πολιτισμό. Η αντιπαράθεσή τους μόνο κακό κάνει, αποπροσανατολίζοντας τους ανθρώπους από το ζήτημα, αφού τους εμποδίζουν να βρουν τις πιο σωστές λύσεις. Η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητά τους είναι η ξεχωριστή, αλλά και η ανεπανάληπτη δύναμή τους. Τα ερωτήματα τού τύπου: τί είναι καλύτερο τα ποιήματα του Ζαλοκώστα «Τώρα που χαμοκέρασα μοσχοβολάν στη φτέρη», και «Ξυπνώ και μού ειπαν: έφυγε η κόρη π’ αγαπούσα», του Κρυστάλλη (από τη συλλογή «ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΎ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ»:  «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!» και «Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη» από τη μια μεριά, κι από την άλλη «Εγώ ειμαι η Βλάχα η έμορφη, η Βλάχα η παινεμένη», «Για μένα βρέχουν τα βουνά, για μένα ψιχαλίζουν», «Σου παραγγέλνω μαύρη γης κι αραχνιασμένο χώμα» από τα δημοτικά τραγούδια, είναι ερωτήσεις σε λαθεμένη βάση. Οι καλοί στίχοι από τη δημοτική ή τη λόγια ποίηση είναι πάντα καλοί, ισάξιοι για το είδος τους. Μας χρειάζονται και οι δυο παραδόσεις και μάλιστα στον ίδιο βαθμό. Εκείνο όμως που όντως προέχει για τις μέρες μας είναι να ανασκουμπωθούμε και με όλες μας τις δυνάμεις, με ευθύνη απέναντι στην ιστορία τού τόπου μας, τού πολιτισμού μας να καταγράψουμε σωστά ότι εναπόμεινε ακόμα ζωντανό από τη δημοτική παράδοση, με ιδιαίτερη ευαισθησία στα μοιρολόγια. Κι αυτό γιατί το είδος και κινδυνεύει να εξαφανιστεί με το φυσικό τέλος των φορέων του, αλλά και γιατί δεν συγκεντρώθηκε με την απαραίτητη φροντίδα και ζήλο που διασώθηκαν τα υπόλοιπα δημοτικά τραγούδια. Ξεχωρίζω τη δημοτική παράδοση γιατί λειτούργησε και πέρασε από γενιά σε γενιά μόνο στοματικά, προφορικά. Η καλλιτεχνική κληρονομιά τού Ζαλοκώστα και τού Κρυστάλλη είναι δημοσιευμένη και θα αναδημοσιεύεται από καιρό σε καιρό, οπότε η ζωή και η λειτουργία της είναι εξασφαλισμένη.
Το Συρράκο στις αρχές του 19ου αιώνα

Εδώ θα ήθελα να ολοκληρώσω την τεκμηρίωση μιας άποψης που έχω διατυπώσει παλαιότερα. Ό,τι, δηλαδή, οι ανώνυμοι ποιητές και μάλιστα περισσότερων της μιας γενιάς, συνεχίζουν την εννοιολογική και την αισθητική επεξεργασία τού συγκεκριμένου δημοτικού τραγουδιού έως την πλήρη βεβαιότητα τελειότητας στα δύο επίπεδα: περιεχομένου και μορφής. Αυτό παραμένει, και κατά την τωρινή άποψή μου να είναι σωστό. Αλλά μόνο ως προς την τελειοποίησή του στα πλαίσια του ιστορικού κύκλου που το καθορίζει. Το δημοτικό τραγούδι γεννιέται, αναπτύσσεται και λειτουργεί σε ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό και αισθητικό περιβάλλον. Εννοώ το χώρο και το χρόνο, κατά τους οποίους η φιλοσοφία της ζωής και η αισθητική ενσάρκωσή της, με απώτερο στόχο την καλλιτεχνική λειτουργία στην ομάδα και στο φυλετικό σύνολο, ισχύει (είναι αποδεκτό από την πλειονότητά του) ένα λίγο πολύ ειδικό σύστημα αξιών: ηθικών, αισθητικών, κοινωνικών με τις προεκτάσεις τους στα ευρύτερα πλαίσια της φιλοσοφίας, της κίνησης των ιδεών που επηρεάζουν την ιδεολογική συγκρότηση και τη συμπεριφορά των ατόμων.
Ένας παρόμοιος κύκλος έκλεισε με το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου που χοντρικά και ίσως καθόλου επιστημονικά βαφτίστηκε ειδωλολατρικός. Η ένστασή μου βρίσκεται στο αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η δημοτική ποίηση, πιο συγκεκριμένα το δημοτικό ποιητικό μοιρολόγι, κυνηγήθηκε και κατά την αρχαιότητα, αλλά στον ίδιο βαθμό και το Μεσαίωνα, ακόμα και στους νεότερους χρόνους από εκπροσώπους και των δυο μεγάλων θρησκειών. Την ίδια στάση κράτησαν και οι εκάστοτε πολιτικές εξουσίες της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, εκδίδοντας νόμους που απαγόρευαν το μοιρολόγι και το μοιρολόγημα. Το πώς συμμορφωνόταν ο λαός μας σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι γνωστό: στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα – τους αγνοούσε πλήρως: κάθετα και οριζόντια.
Τί συμβαίνει όμως; Το τέλος του αρχαίου κόσμου κακώς εξισώθηκε με το τέλος της ειδωλολατρίας και συνδέθηκε με την εμφάνιση και την επικράτηση του χριστιανισμού. Πολλές φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας οι καθαρά κοινωνικοί αγώνες έπαιρναν σε τελική ανάλυση τη μορφή θρησκευτικής, συχνά ανελέητης, διαμάχης. Ή κι ακόμα: οι φορείς των κοινωνικών αγώνων χρησιμοποίησαν για δικό τους λογαριασμό τις θρησκευτικές διαφορές. Έτσι κι αλλιώς όμως το τέλος της ειδωλολατρικής θρησκείας ίσως να αποτέλεσε, τρόπον τινά, το κύκνειο άσμα του κόσμου της αρχαιότητας: ακολούθησε και κατέγραψε τη ζωή μιας νέας οικονομίας, ποιοτικά διαφορετικής από εκείνη του αρχαίου κόσμου, τις νέες  κοινωνικές δομές με τη δική του πια ηθική, τις δικές του προτιμήσεις στους χώρους της φιλοσοφίας, της ιστορίας και της τέχνης, συμπεριλαμβανομένης και της λογοτεχνίας – ποίησης και πεζογραφίας. Ένας νέος τρόπος ζωής και δράσης αντικατέστησε τον παλιό. Αυτό ακριβώς ονομάζω κύκλο που κλείνει, αν και πιο σωστά πρέπει να μιλούμε για ατελεύτητο δρόμο και πορεία με φάσεις που εναλλάσσονται κατά την ιστορική διαδρομή. Κι όταν κάτι καινούριο αρχίζει (αυτό μας διδάσκει η ιστορία), κάποτε φτάνει και η ώρα του τέλους του. Αιώνια κι αθάνατη είναι μόνο η ύλη με τις καθαρά δικές της τροποποιήσεις και μεταμορφώσεις (ποσοτικές και ποιοτικές) που απορρέουν από την ίδια την αέναη κίνηση των πάντων.
Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτού του χρονικού και χωρικού περιβάλλοντος που ζει, αναπτύσσεται και λειτουργεί το δημοτικό τραγούδι, φτάνει στο πιο ψηλό σημείο τελειοποίησης, κι αμέσως μετά από μια περίοδο στασιμότητας, επανάληψης και ταλαντεύσεων αρχίζει η παρακμή που μπορεί κι αυτή να συνεχίζει για καιρό, ακόμα και για αιώνα. Πιο άμεσα στο θέμα μας: γιατί να έχουμε τόσο λίγα μοιρολόγια στο Σιράκο; Για ποιο λόγο τα μοιρολόγια που καταγράφηκαν από γυναίκες του χωριού παρουσιάζουν εικόνα μη ολοκληρωμένων κειμένων τόσο σε επίπεδο νοημάτων, όσο και σε κείνο της αισθητικής του στάθμης; Τί πάει να πει η προφανής χαλάρωση του ρυθμού και η έλλειψη εσωτερικής ενότητας και δύναμης σε επίπεδο εννοιών; Τέλος, πώς μπορεί να τελειώνουν οι στίχοι του μοιρολογιού χωρίς να ολοκληρώνεται εννοιολογικά το κείμενο και να παρουσιάζει ανεπίτρεπτα νοηματικά χάσματα;
Το πατριαρχικό χωριό δεν υπάρχει πια πουθενά στην Ελλάδα. Δεν πέθανε απλώς και μόνο γιατί πέθαναν οι παλαιότεροι από τη γενιά μας. Εκείνο το χωριό αναπτυσσόταν και μετεξελισσόταν αργά κι ανεπαίσθητα. Ήταν στραβό το κλήμα, ήρθε κι ο πρώτος,  ακόμα πιο πολύ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και συντόμευσαν το θάνατό του, αστικοποιώντας σε μέγιστο βαθμό την πόλη. Π.Χ. τα τέρατα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, του Βόλου, της Πάτρας, του Ηρακλείου και της Λάρισας γίνονται καθημερινά και πιο τέρατα. Τι θα παρουσιάζαμε σαν πρότυπο και στόχο αυτού του είδους ανάπτυξης; Το Σικάγο της Αμερικής. Εδώ συγκεντρώθηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία που απορρέουν και λειτουργούν στο εσωτερικό της μεγαλοβιομηχανικής πόλης για την τελική καταστροφή αυτού του είδους πόλης, κι αν θέλετε κι αυτού του κοινωνικού συστήματος του μεγαλύτερου δυνατού υπερκέρδους σε βάρος όλων των ανθρώπων και όλης της φύσης.
Η τάση όμως αυτή είναι γενική: το χωριό να γίνεται κεφαλοχώρι, το κεφαλοχώρι κωμόπολη, η κωμόπολη πόλη και η πόλη μεγαλούπολη. Η μεγαλούπολη με τη σειρά της γίνεται τέρας που λέγεται Σικάγο, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Λονδίνο, Μόσχα, Παρίσι, Πεκίνο, Τόκιο και πάει λέγοντας. Και το χωριό; Το παραδοσιακό τέλειωσε: τα μικρά φυτοζωούν και εγκαταλείπονται τελείως. Τι άλλες αλλαγές έχουμε σε σχέση ακόμα και με τη δεκαετία του ’30 που τα τελευταία της χρόνια τα θυμούμαι καλά; Περιορίζομαι στις αλλαγές που επέδρασαν τις τύχες της δημοτικής ποίησης και κυρίως του μοιρολογιού.
Πρώτο. Παρατηρείται άμβλυνση αρχικά του αισθήματος για την ιδιαιτερότητα του τόπου και παραπέρα του εθνικού όπως αυτό λειτούργησε στους περασμένους αιώνες.
Δεύτερο. Άμβλυνση του παραδοσιακού θρησκευτικού αισθήματος, ιδιαίτερα του φανατισμού. Τρίτο. Άμβλυνση που με τον καιρό αυξάνεται των παραδοσιακών ηθών και εθίμων που αρχίζει μεν από τους τύπους αλλά συνεχίζει στη ουσία.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα: το 1028 οι γονείς μου αποφάσισαν να παντρευτούν. Όταν οι γονείς της μάνας μου, ο παπάς με την παπαδιά, κι οι αγράμματοι γονείς του πατέρα μου έβαλαν ζήτημα για ράψιμο παραδοσιακών ρούχων του γάμου, οι γονείς μου επαναστάτησαν. Είπαν: μόνο ευρωπαϊκά ρούχα – κουστούμι, πουκάμισο και γραβάτα για το γαμπρό, φόρεμα και αγοραστή μπλούζα για τη νύφη. Όχι σκουτιά και σεγκόνες. Ο λόγος δεν έπιασε κι όταν ο παππούς χρησιμοποίησε το τελευταίο χαρτί: να αποκληρώσει τον πατέρα μου αφού συνεχίζει να επιμένει. Η επανάσταση πέτυχε και καθιερώθηκε σταδιακά το νέο ντύσιμο σε όλο το χωριό των 40  οικογενειών.
Τέταρτο. Μειωνόταν όλο και περισσότερο η πειστικότητα του ποιητικού λόγου στο δημοτικό τραγούδι, κι ακόμα περισσότερο στο μοιρολόγι. Μετά το 2 ο παγκόσμιο πόλεμο και τη  αιματηρή για την Ελλάδα 10-ετία του ’40 με τις εκατοντάδες χιλιάδες θύματα που τους περισσότερους τους έθαβαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς την τήρηση των παραδοσιακών εθίμων – την κανονική κηδεία και το μοιρολόγημα. Αλλά και μετά επικράτησε τελικά ο τύπος: κηδεία με μοιρολόγια στο χωριό, κηδεία με θρήνους, αλλά χωρίς μοιρολόγια στην  πόλη. Και κάτι ακόμα για τη  τύχη του δημοτικού τραγουδιού: οι οργανοπαίχτες και πρώτοι-πρώτοι οι καλύτεροι ανάμεσά τους, παράτησαν το γενέθλιο τόπο και πέρασαν για μόνιμη κατοικία στις πόλεις, ιδιαίτερα στις μεγάλες. Διάλεξαν μ’ άλλα λόγια πιο κοντά στο ραδιόφωνο, στη τηλεόραση και τις εταιρίες ηλεκτρονικής καταγραφής και μετάδοσης της παραγωγής τους. (Οι γύφτοι αρχόντ’σαν και οι αρχόντοι γύφ’τσαν). Ζουν επομένως και πλουτίζουν από την  παράδοση όχι όμως και για την  παράδοση, εννοώ τη φυσιολογική ανάπτυξή της στους τόπους γέννησης και εξέλιξης του είδους.
Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην παράδοση και τον σημερινό τρόπο ζωής οδήγησε τις κάποτε ζωντανές ακμάζουσες αξίες να μετατραπούν σε αξίες μουσειακού χαρακτήρα.
Αναφέρθηκα κάπως διεξοδικά στο πρόβλημα, γιατί, όπως νομίζω, και μ’ αυτό  τελειώνω την  ανακοίνωσή μου, έτσι θα κατανοηθεί το νομοτελειακό του γεγονότος, ότι σήμερα έχουμε λίγα μοιρολόγια, ενώ αύριο μεθαύριο ακόμα πιο λίγα όχι μόνο στο Σιράκο, αλλά σε όλη την ύπαιθρο. Η κοινή μνήμη χάνει τους στίχους αφού δεν λειτουργούν, επειδή δεν εκφράζουν τον σημερινό άνθρωπο και δεν χρησιμοποιούνται συστηματικά.
Λόγος, λοιπόν, δε γίνεται για τη συνέχιση και τη τελειοποίηση των παραδοσιακών μοιρολογιών, αλλά μόνο για τη διάσωση εκείνων που υπάρχουν ακόμα στη μνήμη των γυναικών. Κι επειδή οι στίχοι αυτοί λέγονταν μόνο τραγουδιστά, γιατί έτσι και τους θυμούνται καλύτερα, ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να καταγραφούν και σήμερα και να διασωθούν είναι η τραγουδιστή καταγραφή. Χωρίς να αρνείται κανείς και τον κουβεντιαστό τρόπο μαγνητοφώνησής τους. Μάλλον ο συνδυασμός τους να είναι και ο πιο σωστός. Τουλάχιστο για σήμερα.

  * Η Εισήγηση αυτή του κ. Γιάννη Μότσιου, δημοσιεύτηκε και στο βιβλίο που εκδόθηκε απ' τον Σύνδεσμο Συρρακιωτών Ιωαννίνων με τα πρακτικά του συμποσίου.

 Γιάννης Μότσιος

Γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Δεσπότης Γρεβενών. Το 1946 τελείωσε την 6η Οκταταξίου στα Γρεβενά. 1947-1949 μαχητής του ΔΣΕ. Απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης πήρε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Φοιτητής στις Φιλολογικές Σχολές των πανεπιστημίων Τασκένδης και Κιέβου. Τελείωσε με άριστα και διάκριση το Κρατικό πανεπιστήμιο του Κιέβου (Τμήμα Ρωσικής Φιλολογίας). Μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ με ειδίκευση στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Υποστήριξε διδακτορική διατριβή με θέμα: "Η ζωή και το έργο του Δ. Σολωμού". Στο ίδιο Ίδρυμα εργάστηκε ως μόνιμος επιστημονικός συνεργάτης με πλήρη απασχόληση για 17 χρόνια. Μελέτησε σχεδόν αποκλειστικά τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Το 1976 επαναπατρίστηκε κι εγκαταστάθηκε στη Αθήνα. Άνεργος στην Ελλάδα για 18 μήνες εξ αιτίας της άρνησής του να συμμορφωθεί με υποδείξεις (ούτε μία μέρα χωρίς δουλειά στην ΕΣΣΔ). Δούλεψε για τρία χρόνια στο φροντιστήριο "Παιδεία". Από το 1980 έως το 1997 δίδαξε Ελληνική και Ξένη Λογοτεχνία, θεωρία λογοτεχνίας, ερμηνεία κειμένων και δημοτικό τραγούδι στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Ιωαννίνων. Για πρώτη φορά σε ελληνικά πανεπιστήμια δίδαξε το μάθημα της ελληνικής λογοτεχνίας κατά τον Ιταλο-ελληνικό πόλεμο, την κατοχή και την Εθνική Αντίσταση. Για τρία χρόνια δίδαξε Ελληνική Λογοτεχνία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Σόφιας όπου οργάνωσε και διεθνές συνέδριο με θέμα: "Τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη" με την έκδοση των Πρακτικών στα Βουλγαρικά και Ελληνικά.
Έργα του (ανάμεσα τους 25 βιβλία σε ξεχωριστές εκδόσεις) έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά, σερβικά, βουλγαρικά, ουκρανικά. Ποιήματα του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν στη Ρωσία (ποιητική συλλογή και ξεχωριστά ποιήματα), Ουκρανία, Γεωργία, Βουλγαρία, Ουγγαρία. Συμμετείχε με εισηγήσεις και ανακοινώσεις σε 40 περίπου διεθνή και εθνικά φιλολογικά συνέδρια Έγραψε εργο-βιογραφικά λήμματα για Έλληνες συγγραφείς, άρθρα για τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία σε σοβιετικές εγκυκλοπαίδειες, καθώς και τα λήμματα για τους συγγραφείς των λαών της ΕΣΣΔ, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, και άρθρα (σύντομες"Ίστορίες") για τις ίδιες λογοτεχνίας στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό" και τον τόμο "Παγκόσμια Λογοτεχνία" της "Εκδοτικής Αθηνών". Οι πρώτες μονογραφίες για τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία σε όλη την ιστορία της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης είναι δικές του. Με δική του πρόταση και επιμέλεια (μετάφραση και πρόλογοι) δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στα Ρωσικά συλλογές του Σολωμού και του Παλαμά, μυθιστορήματα του Καζαντζάκη ("Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και "Ο Καπετάν Μιχάλης"), του Κώστα Κοτζιά ("Ο καπνισμένος ουρανός"), του Θέμου Κορνάρου ("Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου") κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου