Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η Ρουμάνικη προπαγάνδα και το ..."Πριγκιπάτο των Βλάχων".

Βλαχόφωνοι Έλληνες
Το 1913 η πατρίδα μας βρίσκεται με τον Ελευθέριο. Βενιζέλο στην εξουσία ο οποίος αναζητώντας στηρίγματα και συμμάχους για την πολιτική του αποφάσισε να δώσει και επίσημα στην Ρουμανία αυτά που είχε κερδίσει ντε φάκτο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή της σε άλλα σημαντικά εθνικά θέματα.
Συγκεκριμένα προσπαθώντας να κερδίσει την ευμένεια της Ρουμανίας μια και η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις στο θέμα της προσάρτησης της Ηπείρου και στο Κρητικό θέμα, και επιπλέον χρειάζονταν τη συμμετοχή της Ρουμανίας στη συμμαχία που είχε συνάψει με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, αναγνώρισε ρουμάνικη μειονότητα στην Ελλάδα και της παραχώρησε ιδιαίτερα σχολικά και εκκλησιαστικά προνόμια. Συγκεκριμένα στις 15/5/1913 ο Έλληνας πρέσβης στο Βουκουρέστι ανακοινώνει ότι σε αντάλλαγμα της συμμαχίας των δύο χωρών επιτρέπεται η χρήση της γλώσσας τους και παραχωρείται σε αυτούς «πλήρη ελευθερία» στα σχολεία και τις εκκλησίες των κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Έτσι στις 18/7/1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου κατά την οποία η Βουλγαρία έχανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας που το έπαιρναν η Ελλάδα και η Σερβία, και την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές που έπαιρνε η Τουρκία. Η Βουλγαρία αντέδρασε στην παραχώρηση της Καβάλας στην Ελλάδα και η Ρουμανία απείλησε πως θα κυρίευε τη Σόφια. Έτσι η Ελλάδα κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία και σαν σύνορο με την Ρουμανία ορίστηκε ο ποταμός Νέστος.

Ιδού ένα απόσπασμα της επιστολής του Βενιζέλου προς τον Ρουμάνο ομόλογο του Μαγιορέσκο:
«…Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικές κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγη υπό την επίβλεψην της Ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».


Τα παραπάνω προνόμια δεν ωφέλησαν τελικά ιδιαίτερα τη Ρουμανία, μια και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνόβλαχων ενσωματώθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, οι δε ρουμάνικες κοινότητες τοποθετήθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας των Ελλήνων και έσβησαν με τον καιρό από φυσικό θάνατο και μαρασμό.
Έτσι πλέον τελειώνει η πρώτη περίοδος του λεγόμενου κουτσοβλαχικού ζητήματος και αρχίζει η δεύτερη η οποία διαρκεί έως το 1944. Στο μεσοδιάστημα αυτό οι Ρουμάνοι και οι ρουμανίζοντες Ελληνόβλαχοι συνεχίζουν την προπαγάνδα τους ανενόχλητοι και νόμιμα. Πλέον επικεντρώνονται σε περιφερειακά κέντρα όπως τα Γρεβενά, η Βέροια και η Λάρισσα.
Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και ο αυτοαποκαλούμενος εκπρόσωπος των Βλάχων της Νότιας Βαλκανικής Αλκιβιάδης Διαμάντης, δικηγόρος από την Λάρισα, με καταγωγή από την Σαμαρίνα. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο και υπηρέτησε στον στρατό, εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία απ’ όπου επέστρεψε το 1917 και πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Πίνδου η οποία είχε διάρκεια μία ημέρα. Μετά την αποτυχία διέφυγε στην Αλβανία όπου και συνεργάστηκε με Ιταλούς αξιωματικούς. Τον συναντάμε πάλι το 1930 στην Αθήνα ως αντιπρόσωπο των ρουμάνικων πετρελαίων στην Ελλάδα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνενώνεται με τα στρατεύματα του εχθρού και φέρει το παράσημο του «Ταξιάρχου του Ιταλικού Στέμματος», και τον αποκαλούν Κομεντατόρε.

Στον πόλεμο του ’40 η συμμετοχή των Βλάχων τόσο στην 8η Μεραρχία όσο και στα Συντάγματα Κοζάνης και Τρικάλων ήταν ηρωική όπως και των άλλων Ελλήνων. Όχι όμως και των Ρουμανιζόντων, κάποιοι εκ των οποίων κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία υπέρ των Ιταλών. Μετά την πλήρη κατάληψη της χώρας εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα των Ρουμανιζόντων στα βλαχοχώρια με επίκεντρο την Λάρισα.
Η προπαγάνδα τους στηριζόταν στους παρακάτω άξονες:
1. Οι Βλάχοι ως Λατινογενής λαός συνδέονται άρρηκτα με τους Ιταλούς, άρα ανήκουν στους νικητές, δηλαδή στις δυνάμεις του Άξονα.
2. Ήρθε η ώρα να διορθωθούν οι αδικίες σε βάρος των Βλάχων και να σταματήσει και η καταπίεση από το ελληνικό κράτος.
3. Κινείται άμεσα η διαδικασία δημιουργίας ανεξάρτητου Βλάχικου κράτους (¨Πριγκιπάτο της Ηπείρου¨) που θα περιλαμβάνει την Δυτ. Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία μέχρι τον Δομοκό. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Λάρισα με επικεφαλής τους Αλκ. Διαμάντη, Νικ. Ματούση και Βασ. Ραπουτίκα η «5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα».
Βλάχικος γάμος στην Σαμαρίνα στις αρχές του αιώνα
 Ο Διαμάντης με την υποστήριξη του στρατηγού Ρουτζέρο, διοικητή της ιταλικής μεραρχίας «Φορλί» που είχε έδρα της τη Λάρισα, ίδρυσε την «Λεγεώνα», ένοπλο σώμα, κύριος σκοπός του οποίου, ήταν η ίδρυση Αυτόνομου Κουτσοβλαχικού Κράτους με τον τίτλο «Πριγκηπάτο της Πίνδου», που θα ενσωματονόταν μετά τη νίκη του Άξονα στη «Μεγάλη Ιταλία». Το σώμα αυτό των «Λεγεωνάριων» επανδρώθηκε με τα περικαθάρματα των πόλεων και της υπαίθρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Πάσης φύσεως λωποδύτες, καταδότες της αστυνομίας, κατσικοκλέφτες, ληστοτρόφοι κλπ, δελεάστηκαν από την προοπτική του πλιατσικολογήματος και της ατιμωρησίας, και κατατάχθηκαν στα αποσπάσματα που συγκροτήθηκαν στα Τρίκαλα, την Ελασσόνα, την Σαμαρίνα, τα Γρεβενά, το Μέτσοβο, την Καλαμπάκα, την Λάρισα, τα Φάρσαλα, τα οποία πλαισιώθηκαν με Ιταλούς στρατιώτες και Καραμπινιέρους.
Παρά τις υποσχέσεις για σημαντικές υλικές παροχές και παρά τις απειλές που συχνά συνοδεύτηκαν με κακοποιήσεις, ελάχιστοι Βλάχοι δελεάστηκαν. Ουσιαστικά από τις 140.000 περίπου Βλάχους (που το 1940 αποτελούσαν το 25% των κατοίκων της Θεσσαλίας) στη Λεγεώνα, στην μέγιστη ακμή της δεν θα καταταχθούν περισσότερα από 1000 άτομα, ένοπλα και άοπλα. Ο Διαμάντης περιόδευε συνεχώς τις περιοχές αυτές προπαγανδίζοντας την αναβίωση της «5ης ρωμαϊκής λεγεώνας» και προσπαθώντας να στρατολογήσει σ΄ αυτήν Βλάχους, χωρίς αποτέλεσμα. Αποτυχία σημείωσαν επίσης οι προσπάθειές του να εντάξει στις ένοπλες ομάδες του, Βλάχους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού και άλλα εξέχοντα μέλη της θεσσαλικής κοινωνίας, βλαχικής καταγωγής.
Το 1941 ο Διαμάντης συναντάται με τον κατοχικό πρωθυπουργό τον (Βλάχο) Γεώργιο Τσολάκογλου και του θέτει τελείως παράλογα αιτήματα όπως το να διορίζονται όλοι οι νομάρχες και οι δήμαρχοι από κοινού με τον Διαμάντη, στις περιοχές αυτές να λειτουργούν μόνο βλάχικα (ρουμάνικα) σχολεία κλπ. Εν τω μεταξύ η δράση της Λεγεώνας με απειλές, εκβιασμούς, ξυλοδαρμούς και λεηλασίες στην Θεσσαλία και κύρια στις επαρχίες Τυρνάβου, Ελασσόνας, Αλμυρού και Βελεστίνου ήταν εξοντωτική για το σύνολο του πληθυσμού.
Στις 6 Ιανουαρίου 1942 με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ και των Νικ. Ράπτη, Δημ. Χατζηπύρου, Γ. Ρούσα, Χαρ. Τζήμα, Κίκα, Κατσιλέρου, Τάρη και άλλων, γίνεται μία δήλωση στην οποία τονίζεται η ελληνικότητα των Βλάχων και η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστασης. Πέντε από τους παραπάνω μεταξύ τους και ο Αβέρωφ, συλλαμβάνονται και στέλνονται στην Ιταλία. Στις αρχές Ιουνίου ο Διαμάντης καλείται κατεπειγόντως και πηγαίνει στο Βουκουρέστι απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ούτε νεκρός. Οι Ρουμάνικες αρχές υποψιάστηκαν ότι ο Διαμάντης κατηύθυνε την όλη του προσπάθεια προς την Ιταλία, και όχι προς αυτούς, κάτι που δεν θα τους ευνοούσε να κυριαρχήσουν μόνοι τους στα Βαλκάνια. Γι αυτό λοιπόν αφαίρεσαν κάθε αξίωμα από το άλλοτε πειθήνιο όργανο τους.
 Η «ηγεσία του Πριγκηπάτου» δόθηκε απ’ τους Ιταλούς, στην Ουγγρική οικογένεια των Mιλβάνυι Τζεσνέγι, ως αναγνώριση από την Ιταλία της βοήθειας σε τρόφιμα που είχε παρέχει η οικογένεια αυτή στον Ιταλικό στρατό. Οι διάδοχοι της οικογένειας όμως,  δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για τον «θρόνο» και δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στη «χώρα» τους. Ωστόσο, κάποιοι στον Ελλαδικό χώρο διατεινόταν ότι ήταν εκπρόσωποί τους. Μετά τη λήξη της κατοχής, το Πριγκιπάτο, που ποτέ δεν είχε καμία απολύτως εξουσία, έπαψε και τυπικά να υπάρχει.
Ο Νικόλαος Ματούσης πηγαίνει στην Αθήνα και από κει στο Βουκουρέστι όπου λίγο αργότερα κλείνεται στη φυλακή στο νησί του Διαβόλου στον Δούναβη. Ξαφνικά το 1964 ο Ματούσης εκδίδεται στην Ελλάδα και «κηρύσσεται αθώος των αποδιδομένων αυτώ πράξεων». Το 1976 νέο δικαστήριο τον αποκαθιστά πλήρως και παίρνει πίσω τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η ανάμειξή του στα γεγονότα του 1941-42 έγινε για εθνικό σκοπό μετά από εντολή του Ιωάννη Ράλλη, ώστε να πειστούν οι Ρουμάνοι να ασκήσουν πίεση στους Γερμανούς, ώστε να μην επιτραπεί η κάθοδος των Βουλγάρων την Θεσσαλονίκη. Η ιστορία δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη την αλήθεια γύρω από αυτή την σκοτεινή και περίεργη υπόθεση.
Ο Βασ. Ραπουτίκας συνελήφθη από αντάρτες της αντίστασης και αφού διαποπέμφθηκε σε πολλά χωριά, εκτελέστηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου